- πικάπ
- το(λ. αγγλ.), άκλ., μηχάνημα το οποίο αναπαράγει τους ήχους που έχουν εγγραφεί σ’ ένα δίσκο με διαδικασίες ηλεκτρομηχανικές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πικάπ — το, Ν 1. διάταξη που μετατρέπει πληροφορία μιας μορφής, όπως λ.χ. εικόνα, ήχο, θερμοκρασία κ.ά., σε αντίστοιχα ηλεκτρικά σήματα 2. (ειδικά) ηλεκτρική συσκευή για την ανάγνωση ήχων εγγεγραμμένων σε δίσκο και ιδίως δίσκο μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
ραδιοπικάπ — το, Ν άκλ. συνδυασμός ραδιοφωνικού δέκτη, ραδιοφώνου, και πικάπ έτσι ώστε να είναι δυνατή η χρησιμοποίηση τής βαθμίδας ενίσχυσης χαμηλής συχνότητας τού ραδιοφώνου για την ακρόαση δίσκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράδιο* (ΙΙ) + πικάπ*] … Dictionary of Greek
γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόφωνο — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την ανάγνωση την ενίσχυση και την αναπαραγωγή των ήχων που έχουν αποτυπωθεί σε δίσκους βινυλίου. Το η. αποτελείται βασικά από έναν κινητήρα για την περιστροφή του δίσκου, σύστημα βραχίονα και κεφαλής με μεταλλική ή … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
πιεζοηλεκτρισμός — Ιδιότητα ορισμένων κρυστάλλων να εκδηλώνουν επιφανειακές διανομές ηλεκτρικών φορτίων αντίθετου σημείου, με την επίδραση μηχανικών ελαστικών παραμορφώσεων (ευθύ πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο), ή, αντίστροφα, να παραμορφώνονται, όταν υποβάλλονται στην… … Dictionary of Greek
πλατώ — και πλατό, τὸ, Ν. άκλ. 1. επίπεδη μεγάλη επιφάνεια 2. πλατύς χώρος σε κινηματογραφικό στούντιο ειδικά εξοπλισμένος για την κινηματογράφηση τών εσωτερικών σκηνών 3. δισκοειδές εξάρτημα τού πικάπ πάνω στο οποίο τοποθετείται ο δίσκος και το οποίο… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
βινύλιο — (vinyl). Είδος πλαστικού που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία (π.χ. Τεφλόν). Ο όρος β. συνδέθηκε όμως και με την εξέλιξη της δισκογραφικής βιομηχανίας, και ευρύτερα την οικιακή αναπαραγωγή της μουσικής, καθώς από αυτό το υλικό… … Dictionary of Greek